
Σκάλωσα.
Να ένα ρήμα που σημαίνει πολλά στο σημερινό λεξιλόγιο.
α) Σκάλωσα, με τη θετική έννοια, είδα κάτι τόσο ωραίο, συναρπαστικό, φοβερό, απερίγραπτο, που μου έκοψε την ανάσα και έμεινα άναυδος να το κοιτάζω. Χάθηκα σε μια στιγμή ονειροπόλησης ή/και σκέψης.
Να, πχ, σκάλωσα με το απίστευτο πρωινό μου, βλέποντας τον ήλιο να ανατέλει και να παίζει με τα φρεσκοποτισμένα χωράφια και χάθηκα, σταματώντας κάθε μου νοητική εργασία.
β) Μιλώντας σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, γιατί πάντα τα αρνητικά σχόλια κατευθύνονται προς άλλους, Σκάλωσες, γενικότερα σε ερώτηση: γιατί σκάλωσες ρε; σημαίνει που τρέχει η σκέψη σου ρε όνειρο, και είσαι κολλημένος εκεί σε αυτό το ίδιο σημείο.
Κι εγώ ρωτάω τον κάθε βλάκα που κρατάει σφιχτά την καρεκλίτσα του και τη θεσούλα του:
"που στο διάολο σκαλώνεις κάθε μέρα, ήθελα να ήξερα, κοιτώντας με σαν να βλέπεις Αριανό εξωγήινο από ταινία του 1965? Τι ζόρι τραβάς, που είσαι ένας υπαλληλίσκος και βιώνεις τα υπαρξιακά σου μέσα από ένα κάρο συμπλέγματα τα οποία προβάλεις μέσω μιας υπεροπτικής και αλαζονικής συμπεριφοράς? Εσύ, ναι εσύ, ο κύριος του γραφείου σου και του μικρόκοσμού σου."
Να δεις που θα στη σκάσω εγώ τη σαπουνόφουσκα του κόσμου σου και να σε δω ρε γυμνοσάλιαγκα που θα πας χωρίς καβούκι να κλειστείς. Α, ρε... Ξεσκάλωμα που σας χρειάζεται....
Κείμενο: Χρίστος Κουτσοτάσιος
Εικόνα: τη βρήκα στο διαδίκτυο
No comments:
Post a Comment