Ars Longa Vita Brevis

This is a page intended to exhibit some of my thoughts, my drawings and my view of life. It is not a selected work, it is a process, so you will mature with me along the way.

Αυτή η σελίδα προορίζεται να παρουσιάσει μερικές από τις σκέψεις μου, κάποια από τα σχέδιά μου και την οπτική γωνία που βλέπω τη ζωή. Δεν είναι επιλεγμένη δουλειά μου, είναι μια προοδευτική διαδικασία, έτσι που και εσείς θα ωριμάζετε μαζί μου στην πορεία
______________________________________________
______________________________________________
______________________________________________

Ο ΞΕΝΟΣ

CHAINIDES/ ΧΑΙΝΙΔΕΣ

Ο ΞΕΝΟΣ
Τραγούδι: Μαρία Κώτη - Χρήστος Κωνσταντίνου
Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης - Χρήστος Κωνσταντίνου
Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης

Μιά φυλακή ο κόσμος γύρω
τη σιδερόπορτα ν' ανοίξεις μιά στιγμή
και θα σε χρίσουν οι στεναγμοί
λάδι και μύρο.

Η μοναξιά βαριά μολύβι
φέρε στο τάσι τ' ασημένιο το νερό
ξόρκι να κάμω γιά τον καιρό
να μη σε θλίβει.

Ξένος κι εσύ όπως κι οι άλλοι
κι όμως πατρίδα σου των ξένων οι καρδιές
λες μεγαλώσανε οι βραδιές
χειμώνας πάλι.

Φύλα ωχρά, χωριά θλιμμένα
δρόμοι βρεγμένοι, πολιτείες λαμπερές
περνούν μπροστά σου πολλές φορές
χωρίς εσένα.

Η χαραυγή πέφτει σα δάκρυ
και σαν κορίτσι πού 'χει ξέπλεκα μαλιά
κι εσύ παλεύεις με τα παλιά
να βρεις μιάν άκρη.

Το πέλαγο τη μάνιτά του
καμιά φορά την παίρνει πίσω κι ηρεμεί
κι εσέ σου μοιάζει τούτη η στιγμή
σαν του θανάτου.

Τρέχεις να μπεις στ' ανθρωπομάνι
να ξεχαστείς μέσα στου κόσμου τη βουή
αφού βαθιά σου και οι θεοί
έχουν πεθάνει.

Δάκρυ θολό σαν πρωτοβρόχι
προχθές σε ρώτησαν στο δρόμο δυό παιδιά
αγάπη αν είχες μες στην καρδιά
και είπες όχι.

1 comment:

Anonymous said...

Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π' όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό.

Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου
για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό.

όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω
στον πιο τρελό χορό,
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της
για να τηνε φορώ.

Καμιά φορά απ' το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι,
καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν την μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα
που θα επιτεθεί.